συνέμπορος

συνέμπορος
ὁ, ἡ, Α
1. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης
2. μτφ. α) καθετί που συνοδεύει κάτι άλλο και είναι συνδεδεμένο με αυτό («λύπη δ' ἄμισθος ἐστί σοι ξυνέμπορος», Αισχύλ.)
β) αυτός που μετέχει σε κάτι («θεὸν... τὸν ξυνέμπορον τῆσδε τῆς χορείας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἔμπορος «οδοιπόρος, ταξιδιώτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνέμπορος — fellow traveller masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνέμπορος — συνέμπορος , συνέμπορος fellow traveller masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεμπόρου — συνέμπορος fellow traveller masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεμπόρους — συνέμπορος fellow traveller masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεμπόρων — συνέμπορος fellow traveller masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεμπόρῳ — συνέμπορος fellow traveller masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέμποροι — συνέμπορος fellow traveller masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέμπορον — συνέμπορος fellow traveller masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • συνεμπορία — ἡ, Μ [συνέμπορος] συνοδοιπορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”